-
1 αποκρούση
ἀποκρούσηι, ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (epic)ἀποκρούωbeat off: aor subj mid 2nd sgἀποκρούωbeat off: aor subj act 3rd sgἀποκρούωbeat off: fut ind mid 2nd sg -
2 ἀποκρούσῃ
ἀποκρούσηι, ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (epic)ἀποκρούωbeat off: aor subj mid 2nd sgἀποκρούωbeat off: aor subj act 3rd sgἀποκρούωbeat off: fut ind mid 2nd sg -
3 απόκρουση
[-ις (-εως)] η1) отражение (атаки, удара); отбрасывание (противника); отпор (врагу); 2) отклонение (предложения и т. п.) -
4 απόκρουση
[апокруси] ουσ. Θ. отталкивание, отражениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόκρουση
-
5 απόκρουση [апокруси] ουσ θ отталкивание, отражение. (удара, врага).
[апокрустикос] επ отталкивающий, (μεταφ) отталкивающий.Эллино-русский словарь > απόκρουση [апокруси] ουσ θ отталкивание, отражение. (удара, врага).
-
6 savuşturma
απόκρουση, αποσόβηση -
7 отпор
отпор, м η απόκρουση· дать \отпор αποκρούω· получить \отпор συναντώ αντίσταση* * *мη απόκρουσηдать отпо́р — αποκρούω
получи́ть отпо́р — συναντώ αντίσταση
-
8 отражение
-
9 отбой
-я α.1. απόκρουση.2. ίσιασμα, Ισίωση ή όξυνση με σφυρηλάτηση.3. χτύπημα γραμμής(με τεντωμένη κλωστή).4. ξεχώρισμα με μέτρηση.5. απόκρουση.6. σάλπισμα ανάκλησης• σιωπητήριο•бить отбой σαλπίζω ανακλητικό, σιωπητήριο ή παύση.
εκφρ.бить отбой – βαρώ υποχώρηση (υπαναχωρώ από θέσεις, απόψεις, υποσχέσεις κ.τ.τ.)• отбою (отбоя) нет δεν ησυχάζω, δε βρίσκω ησυχία -
10 отражение
-я ουδ.1. απόκρουση, απώθηση•, отражение нападения απόκρουση επίθεσης. || αντίκρουση•отражение обвинения αντίκρουση των κατηγοριών.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντανάκλαση, (αντι)κατοπτρισμός αντίχηση• απήχηση•отражение св-та αντανάκλαση του φωτός•
отражение звука απήχηση, αντίχηση.
3. απεικόνιση•отражение жизни απεικόνισητης ζωής.
4. (φιλοσ.) αντανάκλαση•теория -я θεωρία της αντανάκλασης.
5. επίδραση. -
11 парирование
-я ουδ.απόκρουση•парирование удара απόκρουση χτυπήματος.
-
12 отражение
1. (света и т.п) η (αντανάκλαση, о κατοπτρισμός 2. (отталкивание) η απώθηση, η άπωση 3. (отображение) η αποτύπωση, η απεικόνιση 4. (удара) η απόκρουση 5. (звука) η απήχηση, η αντήχησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отражение
-
13 парирование
η απόκρουσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > парирование
-
14 отдача
отдач||аж1. ἡ ἐπιστροφή, ἡ πληρωμή (денег, долга)/ ἡ ἐξόφληση (тк. долга):без \отдачаи (не возвращая) ἀνεπιστρεπτί·2. (огнестрельного оружия) τό λάκτισμα, τό κλωτσημα τῶν ὅπλων3. спорт. ἡ ἀπόκρουση [-ις] (μπάλλας, σφαίρας)·4. тех. ἡ ἀποδοση, ἡ ἀποδοτικότητα·5. мор.:\отдача якоря τό ρίξιμο (τής) ἀγκυρας, τό ἀγ-κυροβόλημα· ◊\отдача внаем (в аренду) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], τό νοίκιασμα· \отдача под суд ἡ παραπομπή σέ δίκη. -
15 отпор
отпорм ἡ ἀπόκρουση [-ις], ἡ ἀντίστα· ση [-ις]:давать решительный \отпор ἀποκρούω ἀποφασιστικά· встречать \отпор συναντώ ἀντίσταση· быть готовым к \отпору εἶμαι ἐτοιμος νά ἀντιμετωπίσω. -
16 отражение
отражени||ес1. (света и т. п.) ἡ ἀν-τανάκλαση [-ις], ἡ ἀνταύγεια, ὁ ἀντικατοπ-τρισμός/ ἡ ἀντήχηση [-ις] (звука)·2. (удара, нападения и т. п.) ἡ ἀποκρουση[-ις]·3. (изображение) ἡ ἐ!κόνα [-ών], τά ἀπεικόνισμα:увидеть свое \отражение в зеркале βλέπω τήν ἐΙκόνα μου στον καθρέφτη·4. (воспроизведение) ἡ ἀπεικόνιση·5. филос. ἡ ἀντανάκλαση:теория \отражениея ἡ θεωρία τῆς ἀντανάκλασης. -
17 save
I 1. [seiv] verb1) (to rescue or bring out of danger: He saved his friend from drowning; The house was burnt but he saved the pictures.) (δια)σώζω2) (to keep (money etc) for future use: He's saving (his money) to buy a bicycle; They're saving for a house.) αποταμιεύω3) (to prevent the using or wasting of (money, time, energy etc): Frozen foods save a lot of trouble; I'll telephone and that will save me writing a letter.) εξοικονομώ,γλιτώνω4) (in football etc, to prevent the opposing team from scoring a goal: The goalkeeper saved six goals.) αποκρούω,σώζω5) (to free from the power of sin and evil.) λυτρώνω6) (to keep data in the computer.) `σώζω` ή αποθηκέυω στη μνήμη του υπολογιστή2. noun((in football etc) an act of preventing the opposing team from scoring a goal.) απόκρουση- saver- saving
- savings
- saviour
- saving grace
- savings account
- savings bank
- save up II [seiv] preposition, conjunction(except: All save him had gone; We have no news save that the ship reached port safely.) εκτός από -
18 апология
-и θ.απολογία (απόκρουση κατηγορίας). -
19 отведение
-я ουδ.1. απομάκρυνση• αποξένωση.2. αλλαγή κατεύθυνσης, στροφή• απώθηση, απόκρουση• παραμέρηση. || πρόληψη, αποτροπή.3. απόρριψη (μη έγκριση).4. παραχώρηση. -
20 отвод
-а α.1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.4. παραχώρηση, χορήγηση.5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.6. εξαίρεση•заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.
7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.10. παλ. κλήρος γης.εκφρ.для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απόκρουση — η το να αποκρούει κανείς: Η απόκρουση των επιχειρημάτων του αντίδικού μας δεν ήταν πειστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόκρουση — η (AM ἀπόκρουσις) ανάσχεση, απώθηση νεοελλ. η άρνηση κάποιου να ενδώσει σε πρόταση αρχ. (για τη σελήνη) η ελάττωση, η χάση … Dictionary of Greek
ἀποκρούσῃ — ἀποκρούσηι , ἀπόκρουσις retiring fem dat sg (epic) ἀποκρούω beat off aor subj mid 2nd sg ἀποκρούω beat off aor subj act 3rd sg ἀποκρούω beat off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… … Dictionary of Greek
Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… … Dictionary of Greek
άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση … Dictionary of Greek
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
ανασκευή — η (Α ἀνασκευή) [ανασκευάζω] η ενέργεια του ανασκευάζω αρχ. 1. καταστολή, κατάπνιξη 2. απόκρουση, αποσόβηση … Dictionary of Greek
αντίκρουση — η (Α ἀντίκρουσις) νεοελλ. 1. απόκρουση, αντεπίθεση 2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων αρχ. 1. αιφνίδια αντίσταση 2. εμπόδιο 3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση … Dictionary of Greek