Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

)9 η απόκρουση (

  • 1 αποκρούση

    ἀποκρούσηι, ἀπόκρουσις
    retiring: fem dat sg (epic)
    ἀποκρούω
    beat off: aor subj mid 2nd sg
    ἀποκρούω
    beat off: aor subj act 3rd sg
    ἀποκρούω
    beat off: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > αποκρούση

  • 2 ἀποκρούσῃ

    ἀποκρούσηι, ἀπόκρουσις
    retiring: fem dat sg (epic)
    ἀποκρούω
    beat off: aor subj mid 2nd sg
    ἀποκρούω
    beat off: aor subj act 3rd sg
    ἀποκρούω
    beat off: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀποκρούσῃ

  • 3 απόκρουση

    [-ις (-εως)] η
    1) отражение (атаки, удара); отбрасывание (противника); отпор (врагу); 2) отклонение (предложения и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απόκρουση

  • 4 απόκρουση

    [апокруси] ουσ. Θ. отталкивание, отражение

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόκρουση

  • 5 απόκρουση [апокруси] ουσ θ отталкивание, отражение. (удара, врага).

    [апокрустикос] επ отталкивающий, (μεταφ) отталкивающий.

    Эллино-русский словарь > απόκρουση [апокруси] ουσ θ отталкивание, отражение. (удара, врага).

  • 6 savuşturma

    απόκρουση, αποσόβηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > savuşturma

  • 7 отпор

    отпор, м η απόκρουση· дать \отпор αποκρούω· получить \отпор συναντώ αντίσταση
    * * *
    м
    η απόκρουση

    дать отпо́р — αποκρούω

    получи́ть отпо́р — συναντώ αντίσταση

    Русско-греческий словарь > отпор

  • 8 отражение

    отражение с η απεικόνιση· η αντανάκλαση (света)· η απήχηση (звука )9 η απόκρουση (удара)
    * * *
    с
    η απεικόνιση; η αντανάκλαση ( света); η απήχηση ( звука); η απόκρουση ( удара)

    Русско-греческий словарь > отражение

  • 9 отбой

    α.
    1. απόκρουση.
    2. ίσιασμα, Ισίωση ή όξυνση με σφυρηλάτηση.
    3. χτύπημα γραμμής(με τεντωμένη κλωστή).
    4. ξεχώρισμα με μέτρηση.
    5. απόκρουση.
    6. σάλπισμα ανάκλησης• σιωπητήριο•

    бить отбой σαλπίζω ανακλητικό, σιωπητήριο ή παύση.

    εκφρ.
    бить отбой – βαρώ υποχώρηση (υπαναχωρώ από θέσεις, απόψεις, υποσχέσεις κ.τ.τ.)• отбою (отбоя) нет δεν ησυχάζω, δε βρίσκω ησυχία

    Большой русско-греческий словарь > отбой

  • 10 отражение

    ουδ.
    1. απόκρουση, απώθηση•, отражение нападения απόκρουση επίθεσης. || αντίκρουση•

    отражение обвинения αντίκρουση των κατηγοριών.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντανάκλαση, (αντι)κατοπτρισμός αντίχηση• απήχηση•

    отражение св-та αντανάκλαση του φωτός•

    отражение звука απήχηση, αντίχηση.

    3. απεικόνιση•

    отражение жизни απεικόνισητης ζωής.

    4. (φιλοσ.) αντανάκλαση•

    теория -я θεωρία της αντανάκλασης.

    5. επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > отражение

  • 11 парирование

    ουδ.
    απόκρουση•

    парирование удара απόκρουση χτυπήματος.

    Большой русско-греческий словарь > парирование

  • 12 отражение

    1. (света и т.п) η (αντανάκλαση, о κατοπτρισμός 2. (отталкивание) η απώθηση, η άπωση 3. (отображение) η αποτύπωση, η απεικόνιση 4. (удара) η απόκρουση 5. (звука) η απήχηση, η αντήχηση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отражение

  • 13 парирование

    η απόκρουση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парирование

  • 14 отдача

    отдач||а
    ж
    1. ἡ ἐπιστροφή, ἡ πληρωμή (денег, долга)/ ἡ ἐξόφληση (тк. долга):
    без \отдачаи (не возвращая) ἀνεπιστρεπτί·
    2. (огнестрельного оружия) τό λάκτισμα, τό κλωτσημα τῶν ὅπλων
    3. спорт. ἡ ἀπόκρουση [-ις] (μπάλλας, σφαίρας)·
    4. тех. ἡ ἀποδοση, ἡ ἀποδοτικότητα·
    5. мор.:
    \отдача якоря τό ρίξιμο (τής) ἀγκυρας, τό ἀγ-κυροβόλημα· ◊\отдача внаем (в аренду) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], τό νοίκιασμα· \отдача под суд ἡ παραπομπή σέ δίκη.

    Русско-новогреческий словарь > отдача

  • 15 отпор

    отпор
    м ἡ ἀπόκρουση [-ις], ἡ ἀντίστα· ση [-ις]:
    давать решительный \отпор ἀποκρούω ἀποφασιστικά· встречать \отпор συναντώ ἀντίσταση· быть готовым к \отпору εἶμαι ἐτοιμος νά ἀντιμετωπίσω.

    Русско-новогреческий словарь > отпор

  • 16 отражение

    отражени||е
    с
    1. (света и т. п.) ἡ ἀν-τανάκλαση [-ις], ἡ ἀνταύγεια, ὁ ἀντικατοπ-τρισμός/ ἡ ἀντήχηση [-ις] (звука)·
    2. (удара, нападения и т. п.) ἡ ἀποκρουση[-ις]·
    3. (изображение) ἡ ἐ!κόνα [-ών], τά ἀπεικόνισμα:
    увидеть свое \отражение в зеркале βλέπω τήν ἐΙκόνα μου στον καθρέφτη·
    4. (воспроизведение) ἡ ἀπεικόνιση·
    5. филос. ἡ ἀντανάκλαση:
    теория \отражениея ἡ θεωρία τῆς ἀντανάκλασης.

    Русско-новогреческий словарь > отражение

  • 17 save

    I 1. [seiv] verb
    1) (to rescue or bring out of danger: He saved his friend from drowning; The house was burnt but he saved the pictures.) (δια)σώζω
    2) (to keep (money etc) for future use: He's saving (his money) to buy a bicycle; They're saving for a house.) αποταμιεύω
    3) (to prevent the using or wasting of (money, time, energy etc): Frozen foods save a lot of trouble; I'll telephone and that will save me writing a letter.) εξοικονομώ,γλιτώνω
    4) (in football etc, to prevent the opposing team from scoring a goal: The goalkeeper saved six goals.) αποκρούω,σώζω
    5) (to free from the power of sin and evil.) λυτρώνω
    6) (to keep data in the computer.) `σώζω` ή αποθηκέυω στη μνήμη του υπολογιστή
    2. noun
    ((in football etc) an act of preventing the opposing team from scoring a goal.) απόκρουση
    - saving
    - savings
    - saviour
    - saving grace
    - savings account
    - savings bank
    - save up
    II [seiv] preposition, conjunction
    (except: All save him had gone; We have no news save that the ship reached port safely.) εκτός από

    English-Greek dictionary > save

  • 18 апология

    θ.
    απολογία (απόκρουση κατηγορίας).

    Большой русско-греческий словарь > апология

  • 19 отведение

    ουδ.
    1. απομάκρυνση• αποξένωση.
    2. αλλαγή κατεύθυνσης, στροφή• απώθηση, απόκρουση• παραμέρηση. || πρόληψη, αποτροπή.
    3. απόρριψη (μη έγκριση).
    4. παραχώρηση.

    Большой русско-греческий словарь > отведение

  • 20 отвод

    α.
    1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...
    2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.
    3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.
    4. παραχώρηση, χορήγηση.
    5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.
    6. εξαίρεση•

    заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.

    7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.
    8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.
    9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.
    10. παλ. κλήρος γης.
    εκφρ.
    для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•
    полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία.

    Большой русско-греческий словарь > отвод

См. также в других словарях:

  • απόκρουση — η το να αποκρούει κανείς: Η απόκρουση των επιχειρημάτων του αντίδικού μας δεν ήταν πειστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόκρουση — η (AM ἀπόκρουσις) ανάσχεση, απώθηση νεοελλ. η άρνηση κάποιου να ενδώσει σε πρόταση αρχ. (για τη σελήνη) η ελάττωση, η χάση …   Dictionary of Greek

  • ἀποκρούσῃ — ἀποκρούσηι , ἀπόκρουσις retiring fem dat sg (epic) ἀποκρούω beat off aor subj mid 2nd sg ἀποκρούω beat off aor subj act 3rd sg ἀποκρούω beat off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

  • Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… …   Dictionary of Greek

  • άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση …   Dictionary of Greek

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

  • ανασκευή — η (Α ἀνασκευή) [ανασκευάζω] η ενέργεια του ανασκευάζω αρχ. 1. καταστολή, κατάπνιξη 2. απόκρουση, αποσόβηση …   Dictionary of Greek

  • αντίκρουση — η (Α ἀντίκρουσις) νεοελλ. 1. απόκρουση, αντεπίθεση 2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων αρχ. 1. αιφνίδια αντίσταση 2. εμπόδιο 3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»